φωσφοροσκόπιο

φωσφοροσκόπιο
το, Ν
φυσ. συσκευή κατάλληλη για τον προσδιορισμό τού φωσφορισμού και για τη μέτρηση τής έντασης ενός στερεού, υγρού ή αέριου σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phosphoroscope < φωσφόρος + -σκόπιο*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”